- κλαπάτσα
- ηασθένεια των προβάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλαπάτσα — και χλαπάτσα, η κοινή ονομασία τής νόσου τών μηρυκαστικών διστομίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρωμουν. (κουτσοβλάχ.) galbeatsa ή ρουμ. gălbează] … Dictionary of Greek
αβδέλλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.300 μ., 448 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στις πλαγιές της Πίνδου. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. * * * η 1. υδρόβιος δακτυλιοσκώληκας (βλ. βδέλλα) 2. κν. ονομ. με την οποία είναι γνωστή, σε ορισμένες… … Dictionary of Greek
βούρλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κέχρου. * * * η [βουρλαίνω] 1. τρέλα, μούρλια 2. η νόσος των προβάτων διστομίαση, κλαπάτσα … Dictionary of Greek
πλατυέλμινθες — Τύπος σκωληκομόρφων ζώων, μη μεταμερικών, με σώμα γενικά πολύ πεπλατυσμένο προς την κατεύθυνση ράχης κοιλιάς. Στις ελεύθερες μορφές είναι προικισμένοι με μια γαστροαγγειακή κοιλότητα, που ανοίγει στο εξωτερικό μέσω ενός μόνο ανοίγματος, του… … Dictionary of Greek
φασίολα — και φασιόλα, η, Ν ζωολ. γένος ερμαφρόδιτων παρασιτικών τρηματωδών πλατυελμίνθων τής τάξης διγένεα ή δίστομα, συγγενικών με το δικροκοίλιο, αιτιογόνος παράγοντας τής ανθρωποζωονόσου φασιολώσεως, κν. γνωστής ως κλαπάτσα, που προκαλεί ηπατική… … Dictionary of Greek
χλαπάτσα — και χλαμπάτζα, η, Ν βλ. κλαπάτσα … Dictionary of Greek
διστομίδες — (distomidae). Οικογένεια τρηματοειδών πλατυέλμινθων σκουληκιών, που περιλαμβάνει τα παρασιτικά σκουλήκια. Τα κυριότερα γνωρίσματα των σκουληκιών της οικογένειας αυτής είναι το λογχοειδές μακρύ τους σώμα με δύο εκμυζητικά όργανα, ένα στοματικό και … Dictionary of Greek
διστομίαση — η ασθένεια του ήπατος, κοινή σε ανθρώπους και ζώα, κλαπάτσα, βούρλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλαπάτσα — η κλαπάτσα, η ασθένεια των ζώων «διστομίαση» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)